Tuesday, December 13, 2011

Το ζήτημα του ονόματος της π.Γ.Δ.Μ. ......

Του κ. Νίκου Ζάϊκου, Επίκουρου καθηγητή Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας

----Ανιχνεύσεις----

  Η Διημερίδα με θέμα Βαλκάνια: Ιστορική εξέλιξη – Διαμορφωθείσα κατάσταση – Εξελίξεις, η οποία διοργανώθηκε με πρωτοβουλία της διοίκησης της Ανωτάτης Διακλαδικής Σχολής Πολέμου αποτελεί μία επιστημονική εκδήλωση που δίνει την ευκαιρία να αναπτυχθούν και να συζητηθούν οι εξελίξεις στον βαλκανικό χώρο μέσα από ένα διακλαδικό πρίσμα.    
            Καθένα από τα πολυδιάστατα ζητήματα της διημερίδας έχει μια αντίστοιχη νομική διάσταση και θα μπορούσε να αποτελέσει το θέμα σχετικής ειδικότερης εισήγησης από την άποψη του διεθνούς δικαίου. Στην εισήγηση αυτή επιλέχθηκε να αναπτυχθεί ένα θέμα με κριτήριο τόσο την άμεση επικαιρότητα, όσο και το ενδιαφέρον του για την Ελλάδα: πρόκειται για το ζήτημα του ονόματος της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας (στο εξής: πΓΔΜ) από την άποψη του διεθνούς δικαίου.
 
Εισαγωγή

            Στα τέλη του 2011, η διαφορά σχετικά με το ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ επανήλθε στην επικαιρότητα. Όπως έχει ανακοινώσει το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, μας χωρίζει λιγότερο από μια εβδομάδα μέχρι την 10η πρωινή της Δευτέρας, 5 Δεκεμβρίου, που αναμένεται η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης για την υπόθεση της Διαφοράς σχετικά με την εφαρμογή του Άρθρου 11, Παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995.[2]
Ορισμένα στοιχεία σχετικά με το υπόβαθρο της υπόθεσης: Την άνοιξη του 2008, αναβλήθηκε η ένταξη της πΓΔΜ στον Οργανισμό του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ).[3] Η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα το θέμα της αναβολής να προσλάβει δικαστική προέκταση και, την 17η Νοεμβρίου 2008, ημερομηνία εθνικής επετείου της ανεξαρτητοποίησης της πΓΔΜ ως κράτους, το κράτος αυτό άσκησε προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης κατά της Ελλάδας με τον ισχυρισμό ότι η Ελλάδα προέβη σε «κατάφωρη παραβίαση των υποχρεώσεών της κατά το άρθρο 11» της μεταξύ τους Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995 με την βασική αιτιολογία ότι η Ελλάδα άσκησε (veto) αρνησικυρία στην είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ επειδή προηγουμένως δεν είχε επιλυθεί η μεταξύ τους διαφορά σχετικά με το όνομα της πΓΔΜ.[4]
Η δημόσια ακρόαση της υπόθεσης πραγματοποιήθηκε από Δευτέρα 21 Μαρτίου ως Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011, αφού προηγήθηκε το σκέλος των γραπτών προτάσεων. Η αποστολή της πΓΔΜ είχε ως επικεφαλής τους κκ. Υπουργό Εξωτερικών Αντόνιο Μιλόσοσκι (Agent) και τον Πρέσβη της πΓΔΜ στην Ολλανδία Νίκολα Ντιμιτρόφ (co-Agent), ενώ η Ελλάδα τον Πρέσβη Γεώργιο Σαββαϊδη και τη Διευθύντρια της Νομικής Υπηρεσίας του Υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Τελαλιάν. Κάθε πλευρά διέθετε ένα νομικό επιτελείο αποτελούμενο από γνωστούς διεθνολόγους από διάφορα κράτη.     
Μέρος Ι
Η προσφυγή της πΓΔΜ κατά της Ελλάδας
ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου

1. Σύνοψη των βασικών σημείων της προσφυγής και της ελληνικής απάντησης

            Μετά το τέλος της προφορικής διαδικασίας, το Δικαστήριο κλήθηκε να εξετάσει τους εξής ισχυρισμούς της πΓΔΜ:
            (α) να απορρίψει τον ισχυρισμό της Ελλάδας ότι το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί της διαφοράς
            (β) να καταλογίσει στην Ελλάδα ευθύνη για παραβίαση των υποχρεώσεών της, σύμφωνα με το Άρθρο 11, παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας
            (γ) να κληθεί η Ελλάδα να παύσει να αντιτίθεται άμεσα ή έμμεσα στην είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, καθώς και σε κάθε άλλο «διεθνή, πολυμερή και περιφερειακό οργανισμό και θεσμό», στον οποίο είναι μέλος η Ελλάδα, εφόσον το ενάγον κράτος αναφέρεται με την ονομασία που προβλέπεται στην παράγραφο 2 του της απόφασης 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών.            
            Η Ελλάδα απάντησε υποστηρίζοντας τα εξής:
            (α) το Διεθνές Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί επί του θέματος
            (β) εφόσον το Δικαστήριο κρίνει ότι διαθέτει αρμοδιότητα, τότε να απορρίψει τους ισχυρισμούς της πΓΔΜ ως αβάσιμους.
Ειδικότερα, στην προσφυγή της η πΓΔΜ κατηγορεί την Ελλάδα για παραβίαση του άρθρου 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, σύμφωνα με το οποίο:

[Η Ελλάδα] αναλαμβάνει την υποχρέωση «να μην προβάλλει αντίρρηση στην αίτηση ή τη συμμετοχή [της πΓΔΜ] σε διεθνείς, πολυμερείς και περιφερειακούς θεσμούς, των οποίων [η Ελλάδα] είναι μέλος. Σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, [η Ελλάδα] έχει το δικαίωμα να εναντιωθεί στη συμμετοχή [της πΓΔΜ] αν και στην έκταση που το κράτος αυτό αναφέρεται στους ανωτέρω οργανισμούς ή θεσμούς διαφορετικά απ’ ότι στην παράγραφο 2 της απόφασης 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών», δηλαδή ως πΓΔΜ.

Ειδικότερα, η πΓΔΜ ισχυρίζεται ότι η Ελλάδα παραβίασε την παραπάνω υποχρέωση όταν τον Απρίλιο του 2008 εναντιώθηκε στην αίτηση της συμμετοχής της πΓΔΜ στον Οργανισμό Βορειοατλαντικού Συμφώνου (στο εξής: ΝΑΤΟ) «μέσω των οργάνων και των αντιπροσώπων της» παρότι η πΓΔΜ «ξεκαθάρισε ότι θα αναφέρεται στη συμμετοχή της στο ΝΑΤΟ με τον τρόπο που προβλέπεται στην παράγραφο 2 της απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας 817 (1993)».
Σύμφωνα με την επιχειρηματολογία της πΓΔΜ, η «άρνηση» της Ελλάδας αποδίδεται «στην επιθυμία της να επιλύσει τη διαφορά σχετικά με το συνταγματικό όνομα της πΓΔΜ ως ουσιώδους προϋπόθεσης για την απόκτηση της ιδιότητας του μέλους του ΝΑΤΟ από την πΓΔΜ. Όπως υποστηρίζει η πΓΔΜ, «[Η Ελλάδα] με την ιδιότητά της ως μέλος του ΝΑΤΟ, ενήργησε για να εμποδίσει [την πΓΔΜ] από το να λάβει πρόσκληση για να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ με την προσωρινή ονομασία ‘πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας’». Οι ενέργειες [της Ελλάδας], σύμφωνα με τον προβαλλόμενο ισχυρισμό, ισοδυναμούσαν με veto (Παρ. 19 της προσφυγής) και η «ένσταση [της Ελλάδας] στην εισδοχή [της πΓΔΜ] ως μέλους του ΝΑΤΟ αποτελεί μία κατάφωρη παραβίαση των υποχρεώσεών της κατά το Άρθρο 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας» (Παρ. 6 της προσφυγής).
Η επιχειρηματολογία της η πΓΔΜ στηρίζεται μεταξύ άλλων ιδιαίτερα σε δηλώσεις της τότε ελληνικής πολιτικής ηγεσίας, που έκαναν λόγο για άσκηση veto από την πλευρά της Ελλάδας.  


2. Κριτικές επισημάνσεις επί της υπόθεσης

(1.) Πιστεύω ότι το Διεθνές Δικαστήριο δεν θα δεχθεί την ένσταση αναρμοδιότητας που πρόβαλε η Ελλάδα και τελικά θα αποφανθεί επί της ουσίας. [Σύμφωνα με το άρθρο 21, παρ. 2 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, καθένα από τα δύο μέρη έχει τη δυνατότητα μονομερούς παραπομπής των διαφορών ως προς την ερμηνεία ή την εφαρμογή της συγκεκριμένης Συμφωνίας στο Διεθνές Δικαστήριο, χωρίς την προηγούμενη σύναψη συνυποσχετικού και χωρίς τη συναίνεση του αντισυμβαλλόμενου]. Από τη γενική αυτή δυνατότητα υποβολής των διαφορών στο Διεθνές Δικαστήριο, εξαιρείται όμως το ζήτημα του ονόματος.
(2.) Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να αποφανθεί σχετικά με τη διαφορά για το όνομα της πΓΔΜ, την οποία τα μέρη έχουν συμφωνήσει να λύσουν με διαπραγματεύσεις (άρθρο 21, παρ. 2 και άρθρο 5 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας). Άλλωστε, δεν έχει υποβληθεί στο Δικαστήριο τέτοιο ερώτημα από καμία από τις πλευρές.
(3.) Ο ισχυρισμός της πΓΔΜ ότι η Ελλάδα παραβίασε το ά. 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας στη σύνοδο του ΝΑΤΟ δεν ευσταθεί για πολλούς λόγους. Στο σημείο αυτό, θα αναφερθώ σε ορισμένα από τα επιχειρήματα, τα οποία έχω αναπτύξει σε πολλές δημοσιευμένες μελέτες μου γύρω από το θέμα αυτό τα τελευταία χρόνια.[5]
Σύμφωνα με το ά. 11 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, η Ελλάδα υποχρεώνεται να μην αντιτίθεται στη συμμετοχή του γειτονικού κράτους σε διεθνείς οργανισμούς εφόσον αυτό αναφέρεται ως «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας». Ωστόσο, η παραπάνω υποχρέωση δεν σημαίνει ότι η Ελλάδα, καθώς και τα υπόλοιπα κράτη μέλη των διεθνών οργανισμών υποχρεώνονται να εγκρίνουν την είσοδο της πΓΔΜ σε διεθνείς οργανισμούς, ακόμη και στην περίπτωση που η πΓΔΜ δεν συγκεντρώνει τα υπόλοιπα προβλεπόμενα ενταξιακά κριτήρια, όπως αυτά καθορίζονται στα αντίστοιχα καταστατικά.
Ειδικότερα, η οι κανόνες που διέπουν την είσοδο των κρατών σε διεθνείς οργανισμούς εξαρτώνται από τα ενταξιακά κριτήρια που θέτει ο κάθε διεθνής οργανισμός. Ειδικότερα, για την προσχώρηση ενός κράτους στο ΝΑΤΟ το υποψήφιο κράτος θα πρέπει να εκπληρώνει συγκεκριμένα πολιτικά, στρατιωτικά και νομικά κριτήρια: να διαθέτει αποτελεσματικό δημοκρατικό πολιτικό σύστημα που βασίζεται στην οικονομία της αγοράς, να μεταχειρίζεται δίκαια τις μειονότητες, να σέβεται την αρχή της ειρηνικής επίλυσης των διαφορών, να είναι ικανό και πρόθυμο να συμβάλει στρατιωτικά στις επιχειρήσεις του ΝΑΤΟ και να τηρεί τη δημοκρατική αρχή στις πολιτικο-στρατιωτικές σχέσεις και θεσμικές υποδομές.[6] Η ενταξιακή διαδικασία πραγματοποιείται σε διαδοχικά στάδια  και προϋποθέτει την επικύρωση των πρωτοκόλλων προσχώρησης από όλα τα κράτη μέλη του ΝΑΤΟ.
Όσον αφορά την πΓΔΜ, ειδικότερα, σύμφωνα με μια σειρά υποχρεώσεων που προβλέπονται στο πλαίσιο του Membership Action Plan (σε ελεύθερη μετάφραση: σχέδιο δράσης υποψηφίων μελών, στο εξής: MAP) του ΝΑΤΟ, το κράτος αυτό ανέλαβε να προβεί σε μια σειρά αναδιαρθρώσεων στους τομείς της πολιτικής, των ενόπλων δυνάμεων και της ασφάλειας. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τους κανόνες του ΝΑΤΟ η συμμετοχή ενός κράτους στο MAP δεν έχει ως απαραίτητη συνέπεια ότι το συγκεκριμένο κράτος θα γίνει και κράτος μέλος του ΝΑΤΟ. Επίσης, η πΓΔΜ κλήθηκε να αναβαθμίσει τους δημοκρατικούς θεσμούς της, να καταπολεμήσει τη διαφθορά και το οργανωμένο έγκλημα, να αναδιαρθρώσει τη δικαιοσύνη, να βελτιώσει τη δημόσια διοίκηση και να προάγει καλές σχέσεις με γειτονικά κράτη.[7]
Ωστόσο, όσον αφορά την τελευταία από τις παραπάνω δεσμεύσεις, η αδιάλλακτη στάση που έχει επιδείξει η πΓΔΜ κατά τις διαπραγματεύσεις της με την Ελλάδα σχετικά με τη διαφορά που έχει ανακύψει σε σχέση με το όνομά της αποτελούν μία από τις εκφάνσεις της αδιαφορίας της να καλλιεργήσει σχέσεις καλής γειτονίας με την Ελλάδα – σε τέτοιο βαθμό, δε, ώστε να είναι πολύ εύκολο να απαριθμήσει κανείς χαρακτηριστικές παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την πλευρά της πΓΔΜ – δηλαδή, προηγούμενες επανειλημμένες παραβιάσεις της διεθνούς σύμβασης, που η πΓΔΜ διατείνεται ότι δήθεν παραβίασε η Ελλάδα στο Βουκουρέστι.
Ακόμη και αν παραβλέψει κανείς κάποιες παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας (π.χ. χάρτες με αλλοιωμένα σύνορα και σχολικά εγχειρίδια με αλυτρωτικό πνεύμα),[8] η πρακτική του κράτους αυτού έχει έρθει και σε πολλές ακόμη περιπτώσεις σε αντίθεση με τις διεθνείς νομικές υποχρεώσεις του.
Για παράδειγμα, στην προσφυγή της η πΓΔΜ δηλώνει ότι ανταποκρίθηκε στις υποχρεώσεις της κατά την Ενδιάμεση Συμφωνία να μην επιδιώκει να προσδιορίζεται ως μέλος του ΝΑΤΟ διαφορετικά από «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (παρ. 6 της προσφυγής). Ωστόσο, την ίδια δέσμευση είχε αναλάβει αρχικά η πΓΔΜ και στο πλαίσιο του ΟΗΕ για να την αθετήσει στη συνέχεια. Ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:
(α.) Στη Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τα Γεωγραφικά Ονόματα του 1998, η αντιπροσωπεία της π.Γ.Δ.Μ. υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι το όνομα π.Γ.Δ.Μ. «αποτελεί το αποτέλεσμα του ψηφίσματος 817 του Συμβουλίου Ασφαλείας» και «δεν αποτελεί το αληθινό όνομα της χώρας», καθώς και ότι το όνομα, που εμπεριείχε ο Κατάλογος των ονομάτων των χωρών (List of country names), που τέθηκε υπόψη της Συνδιάσκεψης εκείνης, δηλαδή πΓΔΜ, θα «μπορούσε να αποτελέσει εμπόδιο στις καλές σχέσεις, που επί του παρόντος αναπτύσσονται μεταξύ της χώρας του και της Ελλάδας».[9] Είναι ευνόητο ότι η στάση αυτή αποτελεί μία χαρακτηριστική παραβίαση της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.[10]
(β.) Είναι ενδιαφέρον ότι η πρώτη ήδη παράγραφος της προσφυγής της πΓΔΜ στο Διεθνές Δικαστήριο αναφέρει το προσφεύγον κράτος ως “Republic of Macedonia”, δίνοντας έτσι στην Ελλάδα το δικαίωμα να ασκήσει το δικαίωμα που της παρέχει το άρθρο 11, παρ. 1, εδ. α΄ in fine της Ενδιάμεσης Συμφωνίας, δηλαδή να προβάλει αντιρρήσεις στην περίπτωση που η πΓΔΜ αναφέρεται σε διεθνείς οργανισμούς ή θεσμούς διαφορετικά απ’ ότι στην παράγραφο 2 της απόφασης 817 (1993) του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών – όπου προβλέπεται η είσοδός στον οργανισμό ακριβώς με το όνομα πΓΔΜ. 
(γ.) Επίσης, στην περίπτωση της πΓΔΜ, είναι προφανές ότι το ζήτημα του καθορισμού του ονόματός της έχει «διεθνοποιηθεί» επειδή το κράτος αυτό συνομολόγησε διεθνή σύμβαση με την Ελλάδα όπου δέχεται ρητά να διαπραγματευτεί το όνομά της. Στο σημείο αυτό, θα πρέπει να επισημάνω ότι αν και η Ενδιάμεση Συμφωνία διαθέτει πολλά καινοτόμα χαρακτηριστικά, το σίγουρο είναι ότι θα καταγραφεί στην ιστορία ως μία μοναδική περίπτωση διεθνούς συνθήκης, στην οποία το ένα από τα δύο συμβαλλόμενα κράτη δέχεται ελεύθερα, ρητά και ξεκάθαρα να διαπραγματευτεί το όνομά του στις διεθνείς σχέσεις μέχρι να βρεθεί μία αμοιβαία αποδεκτή λύση. Δύσκολα θα μπορούσε να φανεί πιο καθαρά στο κείμενο μίας δεσμευτικής διεθνούς σύμβασης ότι το ίδιο το συμβαλλόμενο κράτος παραδέχεται ότι το όνομά του είναι προβληματικό.
Η εμβέλεια της υποχρέωσης αυτής δεν είναι διμερής, όπως ισχυρίζεται η πΓΔΜ, αλλά είναι πολυμερής και erga omnes, δηλαδή έναντι όλων – αυτό προκύπτει άλλωστε από το ότι η πΓΔΜ έγινε μέλος του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων διεθνών οργανισμών με προσωρινή ονομασία. Την επιχειρηματολογία της Ελλάδας δέχονται όλοι οι διεθνείς οργανισμοί και στο πλαίσιό τους το παραπάνω κράτος επιτρέπεται να εισέρχεται και να μετέχει μόνο με το όνομα πΓΔΜ.
Ειδικότερα, η διαδικασία της διαπραγμάτευσης έχει νόημα και καρπούς μόνο όταν διενεργείται καλόπιστα. Από την άποψη αυτή, θα πρέπει να αναφερθεί το περιεχόμενο μίας επιστολής του εκλιπόντος προέδρου της π.Γ.Δ.Μ., Boris Trajkovski, στα Ηνωμένα Έθνη με την αφορμή των συνταγματικών τροποποιήσεων στην π.Γ.Δ.Μ. το 2001 προκειμένου να ικανοποιηθούν τα αιτήματα της αλβανικής μειονότητας στο κράτος αυτό: «Ανανεώνουμε την έκκλησή μας προς τη διεθνή κοινότητα για αναγνώριση του συνταγματικού ονόματός μας: Δημοκρατία της Μακεδονίας. Αυτή θα αποτελούσε ένα πραγματικό στήριγμα στην κυριαρχία και την ταυτότητά μας και μία τεράστια συμβολή στη διαρκή σταθερότητα στην περιοχή».[11] Αν ο κανόνας της τήρησης των συμφωνηθέντων και η αρχή της καλής πίστης πρέπει να διέπουν κάθε συμβατική δέσμευση, τότε η παραπάνω έκκληση θα παραμείνει ένα κλασικό παράδειγμα παραβίασης της διεθνούς υποχρέωσης ενός κράτους από τον ίδιο τον Πρόεδρο του κράτους, που την έχει αναλάβει.
 (δ.) Ακόμη πιο χαρακτηριστική περίπτωση παραβίασης αποτέλεσε η διάλεξη της Ljubica Z. Acevska, πρώην πρέσβειρας της πΓΔΜ στις Ηνωμένες Πολιτείες, που δημοσιεύτηκε το 2000 στο Valparaiso University Law Review και όπου αναφέρει: «Η αμφισβήτηση για το όνομα αφορά στο ότι η Ελλάδα αρνείται στη Δημοκρατία της Μακεδονίας να αναφέρεται στον εαυτό της ως «Μακεδονία» επειδή η Ελλάδα προσάρτησε ένα έδαφος γνωστό ως Αιγαιακή Μακεδονία νωρίτερα αυτόν τον αιώνα κατά τους Βαλκανικούς Πολέμους και φοβάται ότι η Μακεδονία θα ζητήσει πίσω αυτή τη γη, που κατοικείται από εθνικής καταγωγής Μακεδόνες».[12] Πρόκειται για μία δήλωση, που εμπεριέχει παραπλανητική χρήση του όρου «προσάρτηση» και παραβιάζει πολλαπλές διατάξεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας.
            Οι παραπάνω κατάφωρες παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας δεν αναφέρθηκαν στα δικόγραφα της Ελλάδας στη Χάγη.
Μετά από όσα αναφέρθηκαν, η μέχρι σήμερα αδιάλλακτη στάση κατά τις διαπραγματεύσεις για την ανεύρεση μιας κοινά αποδεκτής λύσης, καθώς και οι λοιπές παραβιάσεις της Ενδιάμεσης Συμφωνίας από την πλευρά της πΓΔΜ είναι φανερό ότι βρίσκονται σε αντίθεση με κάθε έννοια σχέσεων καλής γειτονίας – και συνεπώς, σε αντίθεση με τα στα κριτήρια εισόδου ενός υποψήφιου κράτους μέλους στο ΝΑΤΟ. Για τον λόγο αυτό, τα κράτη μέλη της συμμαχίας κατά τη Σύνοδο Κορυφής του Βουκουρεστίου στην ομόφωνη Διακήρυξή τους δεν έκαναν δεκτή τη συνέχιση της διαδικασίας για την ένταξη της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ.[13] Έτσι, το ΝΑΤΟ προστέθηκε στα Ηνωμένα Έθνη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση και σε άλλους διεθνείς θεσμούς, που έχουν πειστεί από τον ισχυρισμό της Ελλάδας ότι η επιλογή ενός ονόματος για ένα κράτος ή ένα γεωγραφικό σημείο δεν είναι ασύνδετη με γεωγραφικές διεκδικήσεις.     
Εξάλλου, ακόμη και αν η διαφορά της πΓΔΜ με την Ελλάδα είχε επιλυθεί κατά το χρονικό σημείο που εξετάστηκε η υποψηφιότητά της, υπήρχαν άλλα πρόσθετα σοβαρά εμπόδια που καθιστούσαν ούτως ή άλλως ανέφικτη την είσοδο του κράτους αυτού στο ΝΑΤΟ. Για παράδειγμα, ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ είχε εκφράσει στις αρχές του Ιουνίου 2008 – δηλαδή, δύο μήνες μετά το Βουκουρέστι – τη βαθιά ανησυχία του από τα προκαταρκτικά συμπεράσματα της Αποστολής Παρατηρητών του ΟΑΣΕ/ODIHIR κατά τις εκλογές της 1ης Ιουνίου στη πΓΔΜ επειδή δεν ανταποκρίνονταν στα «θεμελιώδη διεθνή κριτήρια» και σημαδεύτηκαν μεταξύ άλλων από βίαια επεισόδια. Όπως επισημάνθηκε στο σχετικό Δελτίο Τύπου του ΝΑΤΟ, «οι χώρες που εργάζονται με κατεύθυνση την είσοδό τους ως μέλη του ΝΑΤΟ πρέπει να καταβάλλουν κάθε προσπάθεια για να ανταποκριθούν στα δημοκρατικά κριτήρια της Συμμαχίας».[14]       
Όπως συνάγεται καθαρά, κατά τη σύνοδο κορυφής του Βουκουρεστίου η Ελλάδα ουδέποτε άσκησε αρνησικυρία, όπως ισχυρίζεται η πΓΔΜ στην προσφυγή της. Εξάλλου, από λογική άποψη η αρνησικυρία προϋποθέτει διαίρεση, διχασμό, διαφορά. Συνεπώς, μια ομόφωνα εγκεκριμένη απόφαση όλων των συμμάχων δεν είναι δυνατό αποδίδεται στην αρνησικυρία ενός και μόνον ενός κράτους από λογική και από νομική άποψη.
Είναι άγνωστο ποια στάση θα τηρήσει το Δικαστήριο όσον αφορά τα σχόλια της τότε ελληνικής πολιτικής ηγεσίας σχετικά τις αναφορές σε veto ή επίλυση του θέματος του ονόματος πριν από την είσοδο της ΠΓΔΜ στο ΝΑΤΟ, τα οποία επικαλέστηκε η ΠΓΔΜ στην προσφυγή της. Η ελληνική πλευρά υποστήριξε στη Χάγη ότι τα παραπάνω σχόλια πραγματοποιήθηκαν ενώπιον δημοσιογράφων, κοινοβουλευτικών ομάδων ή της Βουλής και όχι στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Συνεπώς, η Ελλάδα υποστηρίζει ότι δεν πρόκειται για νομικά αξιολογήσιμες δηλώσεις.


Μέρος ΙΙ
Η τρέχουσα διεθνής νομική ρύθμιση
του ονόματος της πΓΔΜ

1. Υπάρχουν άλλες διεθνείς διαφορές σχετικά με ονόματα κρατών ή τοπωνύμια; 

Η διαφορά της Ελλάδας με την πΓΔΜ δεν είναι η ομαδική περίπτωση διεθνούς διαφοράς σχετικά με το όνομα ενός κράτους.

Ο συμβολισμός και η δυναμική των ονομάτων των κρατών δεν έχουν αφήσει αδιάφορη την εξωτερική πολιτική των κρατών. Για παράδειγμα, από το 1922 μέχρι το 1998 παρατηρήθηκε μία περίπλοκη διπλωματική πρακτική αμοιβαίας μη αναγνώρισης του επίσημου ονόματος κρατών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου, που αποτελεί συνέχεια του «Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιρλανδίας» (1801-1922), και της Ιρλανδίας, η οποία απέκτησε την ανεξαρτησία της από το Ηνωμένο Βασίλειο το 1922. Καθόλη την παραπάνω περίοδο, το Ηνωμένο Βασίλειο δεν χρησιμοποίησε τον όρο «Ιρλανδία» σε κανένα επίσημο έγγραφο και, από την άλλη πλευρά, η Ιρλανδία δεν αναγνώρισε το όνομα «Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βόρειας Ιρλανδίας» γιατί κάτι τέτοιο θα υποδήλωνε επίσημη αποδοχή της διαίρεσης του νησιού – το βόρειο τμήμα του νησιού, δηλαδή η «Βόρεια Ιρλανδία» για τη βρετανική πλευρά, αναφερόταν εξάλλου από την ιρλανδική πλευρά ως οι «οι Έξι Επαρχίες» (“the Six Counties”).[15] Στο πλαίσιο αυτό, μεταξύ άλλων, το 1947 το τμήμα Εξωτερικών Υποθέσεων της Ιρλανδίας συνέταξε μία επιστολή με αποδέκτες τους επικεφαλής των διαφόρων τμημάτων της κυβέρνησης όπου περιλαμβανόταν ένας αριθμός ονομάτων, που δεν συμβάδιζαν με την «εξωτερική θέση» (ενν. κύρος) του κράτους και ήταν ενοχλητικά από πολιτική άποψη: “Dominion–to describe this country; the use of Eire for Ireland, the use of the term British Isles to describe Ireland and Great Britain, of Northern Ireland to describe the six north–eastern countries, and of Government of the United Kingdom where the British Government is meant”[16] Η Μεγάλη Βρετανία από την πλευρά της κατέβαλε προσπάθειες ούτως ώστε οι διεθνείς οργανισμοί να μη χρησιμοποιούν το όνομα Ιρλανδία.[17]


2. Υπάρχουν άλλες περιπτώσεις, κατά τις οποίες ένα κράτος υποχρεώθηκε να αλλάξει το όνομά του;
            Το διεθνές δίκαιο προβλέπει ότι κάθε κράτος είναι ελεύθερο να επιλέγει το όνομά του. Ο γενικός αυτός κανόνας υποχωρεί όταν θεσπίζονται ειδικότερες διεθνείς ρυθμίσεις βάσει της αρχής lex specialis derogat legi generali.
Για παράδειγμα, μετά τη διάλυση της Δυαδικής Αυτοκρατορίας, η Αυστρία, η οποία είχε ανακηρύξει την ανεξαρτησία της τον Οκτώβριο 1918 ως Δημοκρατία της Γερμανικής Αυστρίας (Deutsch Österreich), άλλαξε όνομα μετά από απαίτηση των Συμμαχικών Δυνάμεων για να μετατραπεί από «Γερμανική Αυστρία» σε «Δημοκρατία της Αυστρίας» (Republik Österreich). Επίσης, διαγράφηκε η ρήτρα της μελλοντικής πιθανής ένωσης της Αυστρίας με τη Γερμανία, άλλαξε η επίσημη σφραγίδα του κράτους κ.λ.π. Πάντως, θα πρέπει να επισημανθεί ότι η Δημοκρατία της Αυστρίας κατόρθωσε να συνδυάσει την εναρμόνιση των διεθνών υποχρεώσεών της βάσει της Συνθήκης Ειρήνης με τη διασφάλιση της ελευθερίας δράσης της στο εσωτερικό και στο διεθνές επίπεδο χάρη στην ευρηματική ρήτρα του άρθρου Ι του Νόμου της 21ης Οκτωβρίου 1921 για το Σύνταγμα του Κράτους, σύμφωνα με το οποίο,
«Η Γερμανική Αυστρία, εντός των συνόρων που ορίστηκαν από τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού, είναι μία Δημοκρατία (democratic Republic) υπό την ονομασία ‘Δημοκρατία της Αυστρίας’. Ωστόσο, εκτός από τις υποχρεώσεις που της επιβάλλονται με τη Συνθήκη του Αγίου Γερμανού, η Δημοκρατία της Αυστρίας δεν αναλαμβάνει τη διαδοχή στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του πρώην Αυστριακού Κράτους, δηλαδή των ‘Βασιλείων και Χωρών που αντιπροσωπεύονται στο Reichsrat’».[18] Δηλαδή, εν προκειμένω υπήρξε μία διπλή ονομασία – και συγκεκριμένα μία ονομασία γενική και έναντι όλων στο διεθνές επίπεδο και μία άλλη ονομασία, αυτή που επιθυμούσε το κράτος και ήταν απαράδεκτη από τα μέλη της διεθνούς κοινωνίας και η οποία ίσχυσε στο εσωτερικό του κράτους.                
Επίσης, πολύ πιο πρόσφατα – και εκτός από την περίπτωση της πΓΔΜ – έγινε φανερό και σε άλλες περιπτώσεις ότι η επιλογή του ονόματος για ένα κράτος μπορεί να συνδεθεί άμεσα με τις σχέσεις καλής γειτονίας και τη διεθνή ασφάλεια. Για παράδειγμα, παρότι προτάθηκε στο πλαίσιο του Ουζμπεκιστάν να αλλάξει το επίσημο όνομα του κράτους αυτού σε «Τουρκεστάν» ή «Τουρανία», η πρόταση αυτή δεν εγκρίθηκε ποτέ επειδή θεωρήθηκε ότι τα παραπάνω ονόματα υποδηλώνουν διεκδίκηση επί του εδάφους γειτονικών κρατών της Κεντρικής Ασίας.[19]

3. Η αναγνώριση είναι πολιτική – και όχι νομική – πράξη, η οποία είναι ανακλητή   

Κάθε κράτος είναι ελεύθερο να αλλάζει τη στάση του απέναντι στο ίδιο ζήτημα σε διαφορετικά χρονικά σημεία. Έτσι, κάτω από τις ίδιες ακριβώς συνθήκες, ένα κράτος έχει τη διακριτική ευχέρεια να αναγνωρίσει ένα άλλο κράτος για να καθιερώσει πολιτικές σχέσεις, κατόπιν να άρει την αναγνώριση με την κατάλληλη επιχειρηματολογία και μετά να αναγνωρίσει εκ νέου.[20]
Για παράδειγμα, οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν αναγνωρίσει την πΓΔΜ με το συνταγματικό όνομά της. Είναι ενδιαφέρον ότι οι ίδιες οι ΗΠΑ με μία εγκύκλιο του Υπουργού Εξωτερικών των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής Edward Stettinius, που χρονολογείται από τις 2 Δεκεμβρίου 1944 και αφορά ουσιαστικά το ίδιο θέμα υποστήριζαν τότε: «Το Υπουργείο σημείωσε με αξιοσημείωτη προσοχή τις αυξανόμενες προπαγανδιστικές φήμες και τις ημιεπίσημες δηλώσεις υπέρ μίας αυτόνομης Μακεδονίας… Η Κυβέρνηση θεωρεί τη συζήτηση σχετικά με Μακεδονικό ‘έθνος’, Μακεδονική ‘Πατρώα Γη’ ή Μακεδονική ‘εθνική συνείδηση’ ως αδικαιολόγητη δημαγωγία, που δεν ανταποκρίνεται σε εθνική ή πολιτική πραγματικότητα και βλέπει στην παρούσα αναγέννησή της ένα πιθανό μανδύα για επιθετικές προθέσεις κατά της Ελλάδας. Η εγκεκριμένη πολιτική της Κυβέρνησης είναι να αντιτίθεται σε οποιαδήποτε αναγέννηση του Μακεδονικού θέματος σε σχέση με την Ελλάδα. Το Ελληνικό τμήμα της Μακεδονίας κατοικείται ευρέως από Έλληνες και ο Ελληνικός λαός είναι σχεδόν ομόφωνα αντίθετος στη δημιουργία Μακεδονικού κράτους».[21]  

Όπως σημειώνει ο Ευάγγελος Κωφός, πάντως, εδώ και πολλά χρόνια «οι Έλληνες δεν αμφισβητούν την ύπαρξη ενός έθνους, μιας γλώσσας ή μιας δημοκρατίας μετά το 1944, αλλά μάλλον αντικρούουν τη νομιμότητα της οικειοποίησης του Μακεδονικού ονόματος για να οριστεί ένας σλαβικός πληθυσμός στα Βαλκάνια».[22]

4. Η πΓΔΜ είναι ένα κράτος που έχει αναλάβει διεθνή νομική δέσμευση να διαπραγματευτεί το όνομά του

Ανεξάρτητα από την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου, όσον αφορά το ζήτημα του ονόματος της πΓΔΜ, εξακολουθεί να ισχύει νομικά η υποχρέωση για διαπραγμάτευση – αυτό το επισημαίνει άλλωστε και η πΓΔΜ στο υπόμνημά της – μέχρι να βρεθεί μία αμοιβαία αποδεκτή λύση.


Συμπεράσματα
Θα ήταν παρακινδυνευμένη οποιαδήποτε πρόβλεψη σχετικά με το περιεχόμενο της απόφασης του Δικαστηρίου πριν η συγκεκριμένη απόφαση εκδοθεί και αναλυθεί στο σύνολό της. Σε μια μερίδα του τύπου έχει διαρρεύσει η πληροφορία ότι το Δικαστήριο θα αποδεχθεί την κατηγορία της πΓΔΜ ότι η Ελλάδα έχει παραβιάσει την Ενδιάμεση Συμφωνία ασκώντας βέτο κατά τη Σύνοδο Κορυφής στο Βουκουρέστι τον Απρίλιο του 2008 εξαιτίας των συνεχών αναφορών της ελληνικής τότε πολιτικής ηγεσίας σε βέτο.[23]
Πάντως, ανεξάρτητα από τις παραπάνω δηλώσεις, αν είχε υποστηριχθεί η επιχειρηματολογία που παρουσιάστηκε παραπάνω – και ειδικότερα, οι αναφορές επίσημων πηγών μετά τη διάσκεψη του Βουκουρεστίου ότι η πΓΔΜ δεν εκπλήρωνε άλλα ενταξιακά κριτήρια του ΝΑΤΟ, δηλαδή η είσοδός της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ δεν θα ήταν ούτως ή άλλως επιτρεπτή, ανεξάρτητα από την οποιαδήποτε ελληνική στάση – τότε μια δικαστική κρίση που θα αντέβαινε στα παραπάνω επιχειρήματα θα ήταν διάτρητη από λογική και νομική άποψη.
Η διεθνής πρακτική δείχνει καθαρά και αναμφίβολα ότι τα ονόματα των κρατών (και των γεωγραφικών χαρακτηριστικών) δεν είναι ασύνδετα με εδαφικά συνδηλούμενα.[24] Ειδικότερα, το δικαίωμα των κρατών να επιλέγουν ονόματα ή σύμβολα μπορεί να περιοριστεί όταν, εξαιτίας του επιλεχθέντος ονόματος, τίθεται σε κίνδυνο η διεθνής ειρήνη και ασφάλεια.[25] Στο πλαίσιο αυτό, μπορεί να υπενθυμιστεί και η πρόσφατη απόρριψη της εκ νέου ονομασίας μίας περιοχής της Γερμανίας σε Πρωσία εξαιτίας του Zeitgeist στο οποίο παραπέμπει.[26]
Σε συνέχεια των παραπάνω, ο ισχυρισμός της Ελλάδας ότι η επιλογή του ονόματος για ένα κράτος συνδέεται με εδαφικές βλέψεις σε βάρος της δεν θεωρήθηκε αβάσιμος από τους διεθνείς θεσμούς (Ηνωμένα Έθνη, Ευρωπαϊκή Ένωση, ΝΑΤΟ).
Όπως προκύπτει, η ειρήνη και η καλή γειτονία δεν διασφαλίζονται μόνο με την απαγόρευση της χρήσης βίας, αλλά και την καταδίκη πρακτικών, όπως είναι η δημοσίευση χαρτών με αλλοιωμένα σύνορα μεταξύ γειτονικών κρατών,[27] καθώς και την εσκεμμένη και καταχρηστική επιλογή ονομάτων και συμβόλων με επεκτατική χροιά.





[1] Η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης για την υπόθεση της Διαφοράς σχετικά με την εφαρμογή του Άρθρου 11, Παράγραφος 1 της Ενδιάμεσης Συμφωνίας της 13ης Σεπτεμβρίου 1995 εκδόθηκε λίγες μέρες μετά την εισήγηση. Βλ. International Court of Justice, 5 December 2011, Judgment, Application to the International Court of Justice, Dispute concerning the implementation of Article 11, Paragraph 1 of the Interim Accord of 13 September 1995 (The former Yugoslav Republic of Macedonia v. Greece), όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου http://www.icj-cij.org. Για αρχικό σχολιασμό, Η. Κουσκουβέλης, «Τα σημαντικότερα σημεία της Απόφασης του Δικαστηρίου της Χάγης» και «Οι συνέπειες της αποτυχίας τής Ελλάδας στη Χάγη» στην ιστοσελίδα www.kouskouvelis.gr (5 και 7.12.2011 αντίστοιχα). Στην παρούσα μελέτη εξετάζεται η δικαστική πορεία της υπόθεσης και το ζήτημα του ονόματος από την άποψη του διεθνούς δικαίου μέχρι το χρονικό σημείο της 1ης Δεκεμβρίου 2011, που πραγματοποιήθηκε η διημερίδα της ΑΔΙΣΠΟ. 
[2] Βλ. Republic of Macedonia, Ministry of Foreign Affairs, Application to the International Court of Justice, Dispute concerning the implementation of Article 11, Paragraph 1 of the Interim Accord of 13 September 1995 (13 November 2008), όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου http://www.icj-cij.org. 
[3] Bucharest Summit Declaration, Issued by the Heads of State and Government participating in the meeting of the North Atlantic Council in Bucharest on 3 April 2008, παρ. 20. 
[4] Βλ. Republic of Macedonia, Ministry of Foreign Affairs, Application to the International Court of Justice, Dispute concerning the implementation of Article 11, Paragraph 1 of the Interim Accord of 13 September 1995 (13 November 2008), όπως δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα του Διεθνούς Δικαστηρίου http://www.icj-cij.org. 
[5] Ν. Ζάικος, «Η Ενδιάμεση Συμφωνία Ελλάδας – ΠΓΔΜ. Προοπτικές και εξελίξεις κατά το διεθνές δίκαιο» στο Ε. Κωφός – Βλ. Βλασίδης (Επιμ.), Αθήνα-Σκόπια (1995-2002): Η επτάχρονη συμβίωση (1995-2002), Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση/ Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης – Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα, 2003, σ. 21-67, του ιδίου, “The Interim Accord: Prospects and developments in accordance with international law”, στο E. Kofos – V. Vlasidis (Ed.), AthensSkopje: An uneasy symbiosis (1995-2002), Athens: Hellenic Foundation for European and Foreign Policy (ELIAMEP)/ Research Centre for Macedonian History and Documentation/ Museum of the Macedonian Struggle Foundation, 2005, σ. 21-54, του ιδίου, «Η ονοματοδοσία των κρατών στο διεθνές δίκαιο: Η περίπτωση της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας», Μακεδονικές ταυτότητες στον χρόνο – Διεπιστημονικές προσεγγίσεις, Ι. Στεφανίδης – Β. Βλασίδης – Ε. Κωφός (Επιμ.), Αθήνα: Εκδόσεις Πατάκη (Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα/ Κέντρο Έρευνας Μακεδονικής Ιστορίας και Τεκμηρίωσης – Σειρά: Νεότερη και Σύγχρονη Ιστορία/ Διεύθ.: Ε. Χατζηβασιλείου), 2008, σ. 516-545, του ιδίου, «Οι σχέσεις της Ελλάδας με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από την άποψη του διεθνούς δικαίου», Η διασυνοριακή συνεργασία Ελλάδας – ΠΓΔΜ ως ζητούμενο, Γ. Κολιόπουλος – Κ. Χατζηκωνσταντίνου – Β. Γούναρης (Επιμ.), Θεσσαλονίκη: Επίκεντρο, 2008, σ. 245-299, του ιδίου, «Η αλλαγή του ονόματος του κράτους στο διεθνές δίκαιο», στο Στ. Περράκης (Επιμ.), Ματιές στο σύγχρονο τοπίο των δυτικών Βαλκανίων, Αθήνα: Εκδόσεις Ι. Σιδέρης (Ελληνική Εταιρεία Διεθνούς Δικαίου και Διεθνών Σχέσεων), 2009, σ. 45-77, του ιδίου, “The  onomastics of states in international law: the case of the  Former Yugoslav Republic of Macedonia”, I.D. Stefanidis – V. Vlasidis – E. Kofos, Macedonian identities through time – Interdisciplinary approaches, Thessaloniki: Epikentro (Foundation of the Museum for the Macedonian Struggle – Research Center for Macedonian History and Documentation), 2010, σ. 337-361.
[6] Βλ. 1995 Study on NATO Enlargement, http://www.nato.int/issues/enlargement/index.html.
[7] “NATO’s relations with the former Yugoslav republic of Macedonia”, http://www.nato.int/ issues/nato_fyrom/index.html (Downloaded 20.11.2008).
[8] Περισσότερα παραδείγματα στο συλλογικό έργο Macedonianism, FYROM’s expansionist designs against Greece after the Interim Accord (1995), Thessaloniki: Society for Macedonian Studies (Karipis Foundation for Macedonian & Thracian Studies)/ Ephesus Publishing, 2007.
[9] Βλ. Seventh United Nations Conference on the Standardization of Geographical Names (New York, 13 – 22 January 1998), New York: United Nations, 1998 (E/CONF.91/3), 37, παρ. 227: “The representative of the former Yugoslav Republic of Macedonia stated that his delegation objected to the name given for his country in the country names document. He stated that the name given in that document was the result of Security Council resolution 817 and was not the true name of the country. He indicated that the name given in the document might be an obstacle to the good relations that were currently developing between his country and Greece”. Ο ισχύων επίσημος κατάλογος των ονομάτων των κρατών βρισκόταν στο έγγραφο List of country names, Submitted by the United Nations Group of Experts on Geographical Names, Eighth United Nations Conference on the Standardization of Geographical Names (Berlin, 27 August – 5 September 2002), E/CONF.94/CRP.11 (31 May 2002).
[10] Βλ., π.χ.,  Eighth United Nations Conference on the Standardization of Geographical Names (Berlin, 27 August –5 September 2002),New York: United Nations, 2003 (E/CONF.94/3), 23, παρ. 160: “The representative ofGreece made a comment and asked the experts to respect the United Nations decision on the use of the officially recognized name of theformer Yugoslav Republic of Macedonia when referring to this country”.
[11] “Letter dated 19 November 2001 from the Permanent Representative of the former Yugoslav Republic of Macedonia to the United Nations addressed to the Secretary-General”, U.N. Doc. A/56/40 – S/2001/1094 (21 November 2001), 2: “We renew our call on the international community for the recognition of our constitutional name:Republic ofMacedonia. This would represent a true support to our sovereignty and identity, and a huge contribution to lasting stability in the region”.
[12] L. Z. Acevska, “Macedonia and the Balkans in the 21st century” (Speech), Valparaiso University Law Review (Summer 2000), σελ. 477επ., 484, σημ. 9: “The name controversy pertains to Greece objecting to the Republic of Macedonia referring to itself as “Macedonia” because Greece annexed a territory known as Aegean Macedonia earlier this century in the Balkan Wars and fears that Macedonia may seek back this land, populated by ethnic Macedonians”.
[13] Bucharest Summit Declaration, Issued by the Heads of State and Government participating in the meeting of the North Atlantic Council in Bucharest on 3 April 2008, παρ. 20.
[14] “NATO Secretary General statement on elections in theformer Yugoslav Republic of Macedonia”, NATO Press Release (2008)075 –2 June 2008.
[15] M. E. Daly, “The Irish Free State/Éire/Republic of Ireland/Ireland: ‘A country by any other name?’”, Journal of British Studies 46 (January 2007), 83.
[16] “Dominion–to describe this country; the use of Eire for Ireland, the use of the term British Isles to describe Ireland and Great Britain, of Northern Ireland to describe the six north–eastern countries, and of Government of the United Kingdom where the British Government is meant”. NAI DT S10467A, draft of semiofficial letter that the Department of External Affairs thought of writing to heads of other government departments, 5 June 1947, όπως παρατίθεται από τη Daly, “The Irish Free State/Éire/Republic of Ireland/Ireland: ‘A country by any other name?’”, 72επ., 79.
[17] Στο ίδιο, σ. 80επ.
[18] “German Austria, within the frontiers defined by the Treaty of Saint-Germain, is a democratic Republic under the denomination of “Republic of Austria”. However, save for the obligations imposed upon it by the Treaty of Saint-Germain, the Republic of Austria does not assume a succession to the rights and obligations of the former Austrian State, namely of the ‘Kingdoms and Countries represented in the Reichsrat’”, N. Almond – R. H. Lutz, The Treaty of St. Germain. A documentary history of its territorial and political clauses,  Stanford: Stanford University Press, 1935, σ. 252, όπως παρατίθεται από τη K. Marek, Identity and continuity of states in international law, Genève, Droz 1968², 230, σημ. 3, όπου και η επισήμανση της λανθασμένης χρήσης του όρου «διαδοχή» στο κείμενο του άρθρου. Βλ. και Ph. Pazartzis, ‘La reconnaissance d’«une République Yougoslave»: La question de l’ancienne République Yougoslave de Macédoine (ARYM)’, Annuaire Français de Droit International, XLI (1995), 286.     
[19] Κ. Dawisha and Β. Parrott, Russia and the new states of Eurasia: The politics of upheaval, Cambridge, Cambridge University Press, 1994, σ. 85, όπως παρατίθεται στο J. Crawford, The creation of states in international law, Second edition, Oxford, Clarendon Press, 2006, σ. 68.
[20] Πρβλ. Chen, “Recognition […] [a]s a declaration of fact, it is both irrevocable and incapable of being subject to conditions; as an expression to enter into political relations, it is both revocable and being subject to conditions”, όπως παρατίθεται από τη M. Whiteman (prepared by and directed by), Digest of International Law, Vol. 2, Washington D.C., 1963, σελ. 670.
[21] “The Department has noted with considerable apprehension increasing propaganda rumors and semi-official statements in favor of an autonomous Macedonia… This Government considers talk of Macedonian ‘nation’, Macedonian ‘Fatherland’, or Macedonian ‘national consciousness’ to be unjustified demagoguery representing no ethnic or political reality, and sees in its present revival a possible cloak for aggressive intentions against Greece. The approved policy of this Government is to oppose any revival of the Macedonian issue as related to Greece. The Greek section of Macedonia is largely inhabited by Greeks, and the Greek people are almost unanimously opposed to the creation of a Macedonian state”. Βλ. Institute for Balkan Studies (B. Kondis et al, Eds.), Resurgent irredentism: Documents on Skopje ‘Macedonian’ national aspirations (1934-1992), 1993, σελ. 42-43, όπως παρατίθεται από τον D. Poulakidas, “Macedonia: Far more than a name to Greece”, Hastings International and Comparative Law Review 18 (Winter 1995), σελ. 397επ., σελ. 428.   
[22] E. Kofos, “The Macedonian Question: The politics of mutation”, Balkan Studies, τ. 27 (1986), 170.
[23] Άγγ. Αθανασόπουλος, «Η ‘καυτή πατάτα’ του Σκοπιανού στα χέρια της κυβέρνησης Παπαδήμου», Το Βήμα (Κυριακή, 27 Νοεμβρίου 2011), σ. Α22.
[24] Βλ. τα πολλά παραδείγματα που αναφέρει η Whiteman, Digest of International Law, Vol. 5, σ. 171επ.
[25] Σύμφωνα με το σχόλιο του Froomkin, “When we say usTM, we mean it!”, σ. 853, αν και «ένα περιστατικό δεν δημιουργεί νέο κανόνα διεθνούς δικαίου, ασφαλώς υποδηλώνει την πιθανότητα ότι εκείνο που εθεωρείτο ως ο κανόνας της αυτονομίας του κράτους κατά την επιλογή ονόματος τελεί τουλάχιστον υπό πίεση και ίσως διόλου δεν αποτελεί κανόνα».
[26] Βλ. σχετικά Ζάικος, «Οι σχέσεις της Ελλάδας με την πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας από την άποψη του διεθνούς δικαίου», Η διασυνοριακή συνεργασία Ελλάδας – ΠΓΔΜ ως ζητούμενο, σ. 275-278.
[27] Hans-Peter Neuhold, “Peace, Threat to”, Encyclopedia of Public International Law, Vol. III, Amsterdam etc: Elsevier, 1997, σ. 936. Σε σχέση με τις σχετικές επεκτατικές πρακτικές της πΓΔΜ, βλ. την έκδοση της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, Μακεδονισμός, Ο ιμπεριαλισμός των Σκοπίων 1944-2006, Εκδόσεις Έφεσος (Καρίπειον Ίδρυμα Μελετών Μακεδονίας – Θράκης), 2007.

Ανιχνεύσεις



ΣΧΕΤΙΚΑ: 

3.”Προστάτης” των Σκοπίων η Τουρκία

4. Ενδιάμεση Συμφωνία – Χρονικό – Χάγη

5. Χάγη πριν και μετά

9. Τι κερδίσαμε από την απόφαση της Χάγης

10. Εμείς και τα Σκόπια

11. Ο δεδηλωμένος εχθρός της Ελλάδας Robin O'Neil συνιστά στα Σκόπια να κάνει νέο αίτημα στο ΝΑΤΟ

12. Πολλαπλά τα «κατάγματα» της Απόφασης της Χάγης για το Σκοπιανό

13. Μετά τη Χάγη


No comments :

Post a Comment

Only News

Featured Post

“The U.S. must stop supporting terrorists who are destroying Syria and her people" : US Congresswoman, Tulsi Gabbard

US Congresswoman, Tulsi Gabbard, recently visited Syria, and even met with President Bashar Al-Assad. She also visited the recently libe...

Blog Widget by LinkWithin